υπαναγνώστης

υπαναγνώστης
ὁ, Α [ὑπαναγιγνώσκω]
αυτός που αναγιγνώσκει κάτι ενώπιον πολλών για διδασκαλία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γνώστης — ο (AM γνώστης) 1. αυτός που γνωρίζει καλά κάτι 2. έμπειρος, συνετός 3. προφήτης, μάντης αρχ. γνωστήρ, εγγυητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γιγνώσκω. ΠΑΡ. γνωστεύω, γνωστικός. ΣΥΝΘ. αναγνώστης, καρδιογνώστης, προγνώστης, φιλαναγνώστης αρχ. διαγνώστης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”